- γαϊδουρόκομπος
- ο1. ο κόμπος του σκοινιού με το οποίο δένουν τον γάιδαρο2. ναυτ. κόμπος που ενώνει δυο σκοινιά και είναι δύσκολο να λυθεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γαϊδουρόκομπος — ο στερεός κόμπος που ενώνει δύο σκοινιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γάιδαρος — Θηλαστικό της τάξης των περιττοδακτύλων. Η επιστημονική ονομασία του είναι όνος. Ο κατοικίδιος γ., που τον χρησιμοποιούν από την αρχαιότητα αφρικανικοί, ασιατικοί και ευρωπαϊκοί λαοί ως ζώο φορτίου, έλξης και ιππασίας, προέρχεται από τον άγριο γ … Dictionary of Greek
γομαρόκομπος — ο ο γαϊδουρόκομπος … Dictionary of Greek
κομπός — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek
ονόκομβος — ο ναυτ. είδος απλού κόμπου που χρησιμεύει στην πρόχειρη συνένωση σχοινιών, κν. γαϊδουρόκομπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κόμβος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek